- Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης
- (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με καθηγητές τον Ασώπιο και τον Οικονομίδη, πήρε το μπακαλορεά στην Ελβετία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι και στην Πίζα, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1852 παντρεύτηκε την Ελοϊσία (κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου) στη Βενετία.
Ωραίος, πλούσιος, αθλητικός και εκρηκτικός, με φλογερή ιδιοσυγκρασία, ασχολήθηκε με την πολιτική και παράλληλα με την ποίηση και εργάστηκε για όλα τα εθνικά κινήματα της εποχής του (Επτάνησα, Ήπειρος, Κρήτη). Βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή από το 1857, ανήκε στο κόμμα των ριζοσπαστών (ενωτικό) έως την ένωση (1864). Κατόπιν έγινε πληρεξούσιος στην εθνοσυνέλευση των Αθηνών, ύστερα προσχώρησε στο κόμμα του Κουμουνδούρου και το 1869 αποσύρθηκε οριστικά από την πολιτική.
Ο Β., τόσο στην πολιτική όσο και στην ποίηση, κυριαρχείται από τα πατριωτικά ιδανικά. Στο σημείο αυτό μοιάζει με τον Κάλβο και τον Σολωμό, αλλά δεν έχει ούτε την αυστηρή λιτότητα του πρώτου ούτε την αβρή πνευματικότητα και τη μουσικότητα του δεύτερου. Εμπνέεται από τα δημοτικά τραγούδια, από τους ήρωες του αρματολισμού, από τον Αγώνα του 1821 και από τη φύση. Πιστεύει ότι πρέπει να συνεχιστεί και να συμπληρωθεί το ‘21. Γι’ αυτό στην ποίησή του κυριαρχεί το ηρωικό στοιχείο. Οι στίχοι του είναι αδροί, αρρενωποί – πλημμυρίζουν από έξαρση και πάθος. Είναι συνήθως περιγραφικός ή καλύτερα επικός – και γι’ αυτό πολύ λίγο επιγραμματικός. Οι σκηνές που περιγράφει εξελίσσονται πάντα στην ύπαιθρο. Χρησιμοποιεί δημοτική γλώσσα και μιμείται την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού. Αν και Επτανήσιος, επηρεάστηκε πολύ από τον ρομαντισμό και ιδίως από τον Ουγκό. Στη γλωσσική μεγαλοστομία μοιάζει με τους ρομαντικούς ποιητές των Αθηνών, διαφέρει όμως από αυτούς σε δύο βασικά σημεία: εκείνοι είναι πεισιθάνατοι, αυτός ηρωικός· εκείνοι γράφουν στην καθαρεύουσα, αυτός στη δημοτική (το μόνο στοιχείο που κράτησε από τη σολωμική παράδοση). Η δημοτική του είναι πλούσια και πολύ υλική, αλλά περισσότερο ρουμελιώτικη παρά επτανησιακή. Τον χαρακτηρίζει στιχουργική ευκολία, εκφραστικός πληθωρισμός –λυρική ρητορεία– κοχλάζοντα αισθήματα, συσσωρεύσεις και αντιθέσεις και πολλή φρίκη. Στο εθνικό μαρτυρολόγιο που παραθέτει υπάρχουν πολλοί νεκροί, σάβανα, ξυλοκρέβατα, όρνια, κουφάρια, βρικόλακες κλπ. –ένα στοιχείο υπερβολής που έγινε αφορμή να γραφτούν παρωδίες σε βάρος του (Π. Πανάς κ.ά.).
Από τα ποιήματα που εξέδωσε όσο ζούσε, την πρώτη θέση παίρνουν ο Αθανάσης Διάκος (1867) και ο Αστραπόγιαννος (1867) που αποτελούν ενσάρκωση του αρματολισμού· η Κυρά Φροσύνη (1859) είναι το ασθενέστερο, ενώ τα Στιχουργήματα (1845) και τα Ανέκδοτα ποιήματα (γραμμένα ίσως πριν από τα Στιχουργήματα, αλλά δημοσιευμένα το 1937) είναι πρωτόλεια. Διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα έργα του είναι η τελευταία του σύνθεση, ο Φωτεινός, το καλύτερό του έργο, που έμεινε ατελείωτο και ανεπεξέργαστο και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1891). Το θέμα και πάλι είναι εθνικό, εμπνευσμένο όμως από την εποχή της φραγκοκρατίας στη Λευκάδα. Εδώ και ο στίχος και η σύνθεση του όλου είναι αρτιότερα και υπάρχουν και δροσερές νότες γυναικείας παρουσίας. Αλλά προπάντων ο λόγος είναι πιο περιεκτικός και όχι τόσο ρητορικός. Τέλος, σταθμός για το γλωσσικό μας ζήτημα θα μείνει το ποίημα που έγραψε για τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ (1872) ύστερα από επίσημη πρόσκληση του πανεπιστημίου. Γραμμένο στη δημοτική, το απήγγειλε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό που ενθουσιάστηκε –κι αυτό σήμαινε την επίσημη πια αναγνώριση της δημοτικής για την ποίηση.
Το μεγάλο κοινό της εποχής του αγάπησε το έργο του Β., ενώ εξέχουσες προσωπικότητες της κριτικής (Δημ. Βερναρδάκης, Πολυλάς, Αποστολάκης) του αρνήθηκαν κάθε ποιητική αρετή. Δικαιότεροι ήταν απέναντί του ο Ροΐδης και ο Παλαμάς. Όσες επιφυλάξεις και αν έχει όμως κανείς για την ποίησή του, δεν μπορεί να αρνηθεί πως αποτελεί σταθμό για τη δημοτική μετά τον Σολωμό και έναν από τους σημαντικότερους συνδέσμους ανάμεσα στην Επτανησιακή και στην Αθηναϊκή σχολή.
Το σπίτι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στο μαγευτικό νησάκι του Μαδουρή της Λευκάδας, όπου αποσύρθηκε το 1869, όταν εγκατέλειψε την πολιτική ύστερα από ένα βίαιο επεισόδιο με τον Γεωργαντάρα Ιακωβάτο, και πέθανε το 1879 (φωτ. Δ. Χαρισιάδη).
Ο πολιτικός και ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
Dictionary of Greek. 2013.